- περιοδεύω
- ΝΜΑταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.)νεοελλ.το ουδ. εν. ως ουσ. το περιοδεύονστρ. συμβούλιο επιλογής οπλιτών που μετακινείται από την έδρα του σε διάφορα σημεία κατά τακτά χρονικά διαστήματαμσν.-αρχ.1. παρακολουθώ ασθενή, θεραπεύω2. (για επίσκοπο ή εκπρόσωπό του) (σχετικά με ενορίες) επισκέπτομαιαρχ.1. κινούμαι κυκλοτερώς, εκτελώ περιφορά2. στρατ. κατοπτεύω, κατασκοπεύω3. βαδίζω σε κύκλο, περπατώ γύρω γύρω4. εξετάζω συστηματικά, διερευνώ προσεκτικά (α. «πανταχόθεν περιοδεύει τὸν βίον», Πλούτ.β. «οὐ γὰρ μετὰ σκέψεως ἦλθες ἐπί τι οὐδὲ περιοδεύσας ὅλον τὸ πρᾱγμα...», Επίκ.)5. εξαπατώ, ξεγελώ6. (ρητ.) γράφω κατά περιόδους («διαπορητικῶς περιοδεύω», Ερμογ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὁδεύω (< ὁδός)].
Dictionary of Greek. 2013.